ἀκολάστως

ἀκολάστως
ἀκόλαστος
undisciplined
adverbial
ἀκόλαστος
undisciplined
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλειτοριάζω — και κλειτορίζω (Α) [κλειτορίς] ψηλαφώ, πιάνω την κλειτορίδα («κλειτοριάζειν τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι «τοῦ γυναικείου αἰδοίου», Λεξ. Σούδα) …   Dictionary of Greek

  • παραχρώμαι — άομαι, ΜΑ μσν. 1. κάνω ερωτικές καταχρήσεις («παραχράται πολύ σφοδρῶς συνουσιάζει, ἀκολάστως μίγνυται εἴρηται δὲ καὶ περὶ ἐκάστου πράγματος ὅ ἐκ περιουσίας γίνεται», λεξ. Σούδα) 2. κάνω κατάχρηση λέξεως («Σοφοκλής παραχρᾱται τῇ λέξει… …   Dictionary of Greek

  • ՎԱՒԱՇՈՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0799 Chronological Sequence: 8c մ. ἁκολάστως intemperanter. Իբրեւ զվաւաշոտ. անարգել. անխուզ. անսանձ օրինակաւ. անզուսպ կերպով. զապտսըզ. *Է գործ իշխանի առ չափ պիտոյից հպիլ յորս ընդ իշխանութեամբն. եւ մի՛ առ հեշտութիւն վավաշոտաբար թշնամանել …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”